φόρμουλα — η (λ. λατ.) 1. υπόδειγμα που περιλαμβάνει τους επίσημους όρους, σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να συνταχτεί κάποια πράξη. 2. χημικός τύπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Λάουντα, Νίκι — (Niki Lauda, Βιέννη 1949 –). Αυστριακός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Γόνος εύπορης αυστριακής οικογένειας, συμμετείχε στον πρώτο αγώνα αυτοκινήτου το 1968, σε μια ειδική διαδρομή ανάβασης με ένα Mini Cooper, στον οποίο τερμάτισε δεύτερος … Dictionary of Greek
Βιλνέβ, Ζιλ — (Gilles Villeneuves, Κεμπέκ 1950 – Ίμολα, Ιταλία 1982). Καναδός οδηγός αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτου. Η πρώτη του παρουσία στη Φόρμουλα 1 έγινε το 1977, με την ομάδα της Ρενό, στην πίστα του Σιλβερστόουν. Το 1978, ο Έντσο Φεράρι τον ενέταξε στην… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… … Dictionary of Greek
αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Άντερσον, Μάξγουελ — (Maxwell Anderson, Ατλάντικ Σίτι 1888 – Στάνφορντ 1959). Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος. Γιος Βαπτιστή ιερέα, μόλις πήρε το πτυχίο του το 1911 από το πανεπιστήμιο της βόρειας Ντακότα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το … Dictionary of Greek